- ἐναροκτάντας
- ἐναροκτάντᾱς , ἐναροκτάνταςspoiler and slayermasc acc plἐναροκτάντᾱς , ἐναροκτάνταςspoiler and slayermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναροκτάντας — ἐναροκτάντας, ο (δωρ. τ. αντί ἐναροκτάντης) (Α) [έναρα + κτείνω] 1. αυτός που σκοτώνει και σκυλεύει 2. ο ανδροφόνος, ο φονεύων άνδρες … Dictionary of Greek